- συγγενικός
- -ή, -ό / συγγενικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί»)2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι»)νεοελλ.1. αυτός που απαρτίζεται από συγγενείς («συγγενική επιχείρηση»)2. φρ. α) «συγγενικά δικαιώματα»(νομ.) δικαιώματα ανάλογα με τα δικαιώματα τής πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία η έννομη τάξη αναγνωρίζει υπέρ τών ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνικών έργωνβ) «συγγενικές γλώσσες» — γλώσσες που έχουν προέλθει από μια κοινή προγονική γλώσσαγ) «συγγενική σειρά»(κοινων. ανθρωπολ.) ομάδα κοινής μονογραμμικής καταγωγής, δηλαδή ομάδα ατόμων τα μέλη τής οποίας ανάγουν την καταγωγή τους σε έναν κοινό γνωστό και επώνυμο πρόγονο και είναι σε θέση να περιγράψουν τους αμοιβαίους δεσμούς τους και να φθάσουν στον κοινό πρόγονο με μία συνεχή γενεαλογική γραμμή, αλλ. γενεαλογική γραμμή ή ρίζαδ) «συγγενικό συμβούλιο»(αστ. δίκ.) ειδικό συμβούλιο προστασίας τών συμφερόντων τού επιτροπευόμενου ανηλίκου το οποίο επιδιώκει την με έκφραση γνώμης καλύτερη οργάνωση τής επιτροπείας, την αγαθή επιμέλεια τού προσώπου τού ανηλίκου και τη χρηστή διαχείρηση τής περιουσίας τουαρχ.1. (για προδιάθεση ασθένειας) συγγενής, εκ γενετής, έμφυτος, κληρονομικός («ἦν δέ τι καὶ συγγενικὸν φθινῶδες», Ιπποκρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγγενικόνη σχέση συγγένειας3. φρ. «συγγενικαὶ ἱερωσύναι» — ιερατικά αξιώματα που κατέχονται από συγγενείς.
Dictionary of Greek. 2013.